- αποικιλος
- ἀποίκιλοςἀ-ποίκιλος2не разнообразный, однообразный (sc. στίχος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποίκιλος — ἀποίκιλος, ον (AM) [ποικίλος] αστόλιστος, αδιακόσμητος … Dictionary of Greek
ἀποίκιλος — unadorned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποικίλως — ἀποίκιλος unadorned adverbial ἀποίκιλος unadorned masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποίκιλον — ἀποίκιλος unadorned masc/fem acc sg ἀποίκιλος unadorned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποικίλοις — ἀποίκιλος unadorned masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποικίλους — ἀποίκιλος unadorned masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποικίλῳ — ἀποίκιλος unadorned masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποίκιλα — ἀποίκιλος unadorned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποίκιλοι — ἀποίκιλος unadorned masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek